- θωμασιος
- θωμάσιος3= θαυμάσιος См. θαυμασιος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θωμάσιος — θωμάσιος, ία, ον (Α) ιων. τ. τού θαυμάσιος* … Dictionary of Greek
θωμάσιος — θαυμάσιος wonderful masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσιος — (Αστρον.). Ο πρώτος γνωστός μεταβλητός αστέρας. Το φαινόμενο μέγεθός του κυμαίνεται από ένα ελάχιστο 9 ή και μικρότερο, μέχρι 4 ή και 3 το μέγιστο. Μία φορά, το 1779 έλαμψε με μέγεθος σχεδόν 1. Η περίοδος της μεταβολής της φωτεινότητάς του είναι… … Dictionary of Greek